- νεπωτισμός
- ο семейственность; непотизм (книжн.); кумовство (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεπωτισμός — και νεποτισμός, ο 1. τάση παπών τής Αναγέννησης να προωθούν συγ. γενικά τους πρόσωπα στο κολλέγιο τών καρδιναλίων και σε καίριες θέσεις τής παπικής αυλής 2. (σήμερα) η εύνοια που δείχνουν ορισμένοι πολιτικοί άνδρες ή δημόσιοι λειτουργοί προς… … Dictionary of Greek
νεποτισμός — Όρος ο οποίος αρχικά υποδηλωνε την τάση των Ρωμαίων ποντιφήκων, που εκδηλώθηκε κυρίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης, να παραχωρούν εύνοιες στους συγγενείς τους και ιδίως στους ανιψιούς τους (λατινικά nepos=ανιψιός). Αυτό γινόταν ήδη από τους… … Dictionary of Greek